- σταχώνω
- στάχωσα, σταχώθηκα, σταχωμένος, δένω βιβλία και κυρίως χειρόγραφα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.